- σφραγιστήριο
- το / σφραγιστήριον, ΝΑ [σφραγιστήρ]νεοελλ.1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδααρχ.αποτύπωμα σφραγίδας.
Dictionary of Greek. 2013.